- εφετμή
- ἐφετμή, ἡ (Α)(ποιητ. λ.)1. παραγγελία, εντολή, προσταγή («θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμή», Ομ. Ιλ.)2. (συχνά στον πληθ.) αἱ ἐφετμαία) (κυρίως από θεούς ή γονείς) διατάγματα, παραγγελίες, εντολέςβ) συνεκδ. παρακλήσεις («Θέτις δ' οὐ λήθετ' ἐφετμέων παιδὸς ἑοῡ», Ομ. Ιλ.γ) απαιτήσεις, αιτήσεις, αξιώσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < εφέτης «ηγεμόνας, άρχοντας» (< εφίεμαι), πρβλ. ερετμόν < ερέτης].
Dictionary of Greek. 2013.